- χάσκα
- επίρρ. с открытым ртом, разинув рот
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χάσκα — η, Ν [χάσκω] 1. παιχνίδι κατά το οποίο κάθε παίκτης προσπαθεί να πιάσει με το στόμα ένα φρούτο ή γλύκισμα που κρέμεται με κλωστή από μια οροφή και αιωρείται 2. (ως επίρρ.) χάσκα με ανοιχτό το στόμα 3. παροιμ. «άλλος πάσκα κι άλλος χάσκα» λέγεται… … Dictionary of Greek
χάσκα — η 1. είδος παιχνιδιού, κατά το οποίο καθένας από τους παίχτες προσπαθεί να συλλάβει με το στόμα του γλύκισμα που κρέμεται με κλωστή. 2. ως επίρρ., με ανοιχτό το στόμα, πειναλέα. 3. παροιμ., «άλλος Πάσκα κι άλλος χάσκα», άλλοι τρώνε κι άλλοι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)